νεανισκεύομαι

νεανισκεύομαι
νεᾱνισκ-εύομαι, only [tense] pres.,
A to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9;

ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15

, Plu.2.12b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεανισκεύομαι — (Α) [νεανίσκος] βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • νεανισκευομένων — νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem gen pl νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανίσκευμα — νεανίσκευμα, τὸ (Α) [νεανισκεύομαι] συν. στον πληθ. τὰ νεανισκεύματα εορταστικοί αγώνες στη Ρώμη σε ανάμνηση τής ενηλικίωσης τού Νέρωνος …   Dictionary of Greek

  • νεανισκευομένη — νεᾱνισκευομένη , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανισκεύεσθαι — νεᾱνισκεύεσθαι , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανισκεύεται — νεᾱνισκεύεται , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”